- χρυσορραπτική
- η шитьё золотом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρυσορραπτικός — ή, ό, Ν [χρυσορράπτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρυσορράπτη 2. το θηλ. ως ουσ. η χρυσορραπτική η τέχνη τού χρυσορράπτη, αλλ. χρυσοποικιλτική … Dictionary of Greek